-
1 μετρέω
Aἐμετρίωμες Tab.Heracl.2.45
: [tense] pres. part. [voice] Pass. μετριώμεναι ib.1.22, 28: ([etym.] μέτρον):— measure:I of Space, measure, i. e. pass over, traverse,πέλαγος μέγα μετρήσαντες Od.3.179
; προτέρω μετρεῖν (sc. θάλασσαν) to sail farther, A.R.2.915, cf. 4.1779:—in [voice] Med.,ἅλα μετρήσασθαι Mosch.2.157
; μετρούμενον ἴχνη τὰ κείνου measuring them with the eyes, S.Aj.5:—[voice] Pass., to be measured, A.Ch. 209; to be measured round, D.P.197.II of Time,μακροὶ.. ἂν μετρηθεῖεν χρόνοι S.OT 561
.III of Number, Size, Worth, etc.,2 measure, χώρην ὀργυιῇσι, σταδίοισι, etc., Hdt.2.6;χώρας κατὰ παρασάγγας Id.6.42
; τῇ γαστρὶ μ. τὴν εὐδαιμονίαν measure happiness by sensual enjoyments, D.18.296;μ. πορφύρᾳ τὸ εὔδα' μον Luc.Nigr.15
, etc.; ὁπηνίκ' ἂν εἲκοσι ποδῶν μετροῦντι τὸ στοιχεῖον ᾖ when you measure it, Eub.119.7, cf. 9; ; μ. καὶ ἀριθμεῖν καὶ ἱστάναι ib. 602d: —[voice] Pass.,Πόντος.. καὶ Ἑλλήσποντος οὕτω μοι μεμετρέαται Hdt.4.86
;μετρεῖσθαι πρὸς ἄλληλα Pl.Plt. 284d
, etc.b Math., of magnitudes or numbers, measure, Arist.Cael. 273b12, Euc.7 Def.14, Eratosth. ap. Nicom.Ar.1.13 ([voice] Act. and [voice] Pass.), etc.; μετρηθῆναι κοινῷ μέτρῳ πρός .. to be commensurable with, ibid.3 measure out,τἄλφιτ' ἐν ἀγορᾷ Ar.Eq. 1009
, cf. Ach. 548 ([voice] Pass.);πώλοισι χόρτον μ. E.Rh. 772
;μέτρησον εἰρήνης τί μοι Ar.Ach. 1021
; μετρεῖν τὴν ἴσην give measure for measure, Paus.2.18.2; ἢ μετάδος ἢ μέτρησον ἢ τιμὴν λαβέ lend by measure, Theopomp.Com.26:—[voice] Med., to have measured out to oneself, in buying or borrowing, εὖ μετρεῖσθαι παρὰ γείτονος get good measure from one's neighbour, Hes.Op. 349; , cf. Herod.6.5, SIG976.61 (Samos, ii B. C.), Plu. Caes.48.4 deliver, pay, of corn and other measurable commodities,σῖτόν τινι D.46.20
, PHib.1.39.3 (iii B. C.); ἔλαιον ib. 131 (iii B. C.):—[voice] Med., receive in payment, ib. 103 (iii B. C.), etc.
См. также в других словарях:
μετρώ — άω (ΑΜ μετρῶ, έω) [μέτρον] 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση ή την αξία ενός πράγματος με βάση ορισμένη μετρική μονάδα (α. «το οικόπεδο μετρήθηκε και είναι 450 τετραγωνικά μέτρα» β. «τάς χώρας σφέων μετρήσας κατά παρασάγγας», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek
σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek